Orfanidis Nikolaos Insurance Services

View Original

Ο πιτσιρικάς και ο καλοντυμένος κύριος από το 1988.

Άκουσε το επεισόδιο

See this content in the original post

Χειμώνας του 1988 - Αθήνα

Χειμώνας του 1988 - Αθήνα

Ο πιτσιρικάς καθόταν κάτω από τραπεζάκι του σαλονιού και έπαιζε με τα παιχνίδια του, ενώ άκουγε τους γονείς του να μιλάνε με ένα καλοντυμένο κύριο.

Δεν καταλάβαινε τι ακριβώς έλεγαν αλλά και να καταλάβαινε σιγά που τον ένοιαζε! Ήταν μόλις 4 ετών και το παιχνίδι ήταν το μόνο που τον απασχολούσε.

Οι γονείς του από την άλλη φαίνονταν 100% συγκεντρωμένοι σε αυτό που συζητούσαν με τον καλοντυμένο κύριο.

Όσο και να τους πείραζε ο μικρός, τόσο ο πατέρας του όσο και η μητέρα του, του ζητούσαν να κάνει ησυχία, γιατί είχαν μια πολύ σοβαρή συζήτηση.

Ο μικρός, όμως, εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει. Έτσι, απλά συνέχισε το παιχνίδι του κάτω από το τραπεζάκι του σαλονιού.

Κάποια στιγμή ο καλοντυμένος κύριος παίρνει την τσάντα του, που την είχε αφήσει λίγο πιο νωρίς δίπλα στον καναπέ που καθόταν.

Ήταν μια τετράγωνη μαύρη τσάντα σαν πλαστική με δυο κουμπιά που τα πατούσες και άνοιγε.

Κλάπ – Κλάπ ακούστηκε και άνοιξε την τσάντα του ο κύριος.

Αυτό τράβηξε αμέσως την προσοχή του πιτσιρικά. Αμέσως βγήκε κάτω από το τραπεζάκι που έπαιζε και σηκώθηκε όρθιος.

Παρακολουθούσε με περιέργεια τον κύριο που έβγαζε διάφορα χαρτιά από την τσάντα του και τα άφηνε πάνω στο τραπεζάκι. Πολλά χαρτιά σε ένα μικρό τραπεζάκι σαλονιού!

Δεν υπήρχε χώρος ούτε για τους καφέδες, ούτε για τα ποτήρια με τα νερά. Έτσι, η μητέρα του τα μετακίνησε, ώστε να έχει αρκετό χώρο ο κύριος για τα χαρτιά του.

Αφού ο καλοντυμένος κύριος έκλεισε την τσάντα του, την άφησε ξανά στο ίδιο σημείο που την είχε και πριν.

Πήρε το στυλό του, κοίταξε τα χαρτιά του και χαμογελώντας είπε στους γονείς: «Ας ξεκινήσουμε!».

Ο μικρός συνέχιζε να μην καταλαβαίνει τι ακριβώς λέγανε οι μεγάλοι και τι ακριβώς σημείωνε στα χαρτιά του ο κύριος. Γι’ αυτό και μπήκε ξανά κάτω από το τραπεζάκι του και συνέχισε το παιχνίδι του.

Μετά από αρκετή ώρα ο καλοντυμένος κύριος πήρε την τσάντα του και Κλαπ – Κλαπ την άνοιξε βάζοντας μέσα ξανά τα χαρτιά που είχε βγάλει πριν.

Ο μικρός αμέσως σηκώθηκε να δει την τσάντα. Είχε βαρεθεί τόση ώρα και ανυπομονούσε να φύγει ο κύριος και να παίξει με τους γονείς του.

Ο κύριος κλείνει την τσάντα και σηκώνεται όρθιος. Το ίδιο και οι γονείς του πιτσιρικά.

Παίρνει το σακάκι του, που το είχε αφήσει δίπλα του όση ώρα συζητούσε με τους γονείς, και το φοράει. Στη συνέχεια παίρνει την τσάντα του και δίνει το χέρι του στον πατέρα του μικρού.

- «Κάνατε την καλύτερη επιλογή», είπε στον πατέρα.

- «Μακάρι» απάντησε ο πατέρας, «Να μην χρειαστεί ποτέ να το χρησιμοποιήσουμε και να είμαστε όλοι καλά» συνέχισε.

Χαιρέτησε την μητέρα και κατευθύνθηκε προς την πόρτα του σπιτιού τους για να φύγει. Εκείνη την στιγμή βλέπει τον πιτσιρικά να στέκεται δίπλα του και να τον κοιτά με απορία.

Ο καλοντυμένος κύριος λέει στον πιτσιρικά χαμογελώντας:

-«Μικρέ ο μπαμπάς και η μαμά σε αγαπάνε πολύ! Δεν καταλαβαίνεις γιατί στο λέω, επειδή είσαι μικρούλης. Όμως κάποια στιγμή που θα μεγαλώσεις θα το καταλάβεις».

Και με αυτή την φράση ευχήθηκε καλό βράδυ στους γονείς και έφυγε.

Και εδώ τελειώνει η ιστορία και χάνεται στα χρόνια που ακολούθησαν αποτελώντας μια μικρή, ασήμαντη ανάμνηση στο μυαλό του πιτσιρικά.

Ποτέ δεν το ξαναέφερε στο μυαλό του.

Ποτέ μέχρι σήμερα!

Ψάχνοντας κάποιες κούτες με παλιά πράγματα των γονιών του, βρήκε ένα φάκελο με χαρτιά. Κιτρινισμένα χαρτιά με κολλημένες τις σελίδες μεταξύ τους από τα χρόνια που δεν είχαν πειραχτεί.

Μάλιστα είχαν και μια μυρωδιά. Αυτή του παλιού χαρτιού που ίσως να γνωρίζετε κάποιοι που έχετε βρει παλιά έγγραφα σε καμιά αποθήκη ή κάνα πατάρι σπιτιού.

-«Τι μπορεί να είναι;» αναρωτήθηκε ο πιτσιρικάς, που πλέον είχε μεγαλώσει και είχε κάνει μάλιστα την δική του οικογένεια.

Ανοίγοντάς το βλέπει ένα ντοσιέ γκρι με πλαστική επένδυση και σε ένα σημείο με κόκκινα γράμματα την φίρμα INTERAMERICAN.

Χαμογέλασε, όμως, ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς κρατούσε στα χέρια του.

Ξεφυλλίζοντας τις κολλημένες μεταξύ τους σελίδες είδε να αναφέρεται το όνομα του πατέρα του, ποσά σε δραχμές και η λέξη Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο.

Ενώ σε κάποιο σημείο είδε την λέξη Δικαιούχοι και δίπλα το όνομά του – ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ του Αντωνίου.

Βλέποντας την ημερομηνία του, έτος 1988, εμφανίστηκε στην μνήμη μου το παραπάνω περιστατικό που σας περιέγραψα.

Ο πατέρας μου είχε κάνει ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο εκείνη την ημέρα και ο καλοντυμένος κύριος ήταν ο ασφαλιστής που του έφτιαξε το συμβόλαιο.

Όσο και να προσπαθώ το όνομά του δεν το θυμάμαι. Όμως τα λόγια του τα θυμάμαι καθαρά.

- «Μικρέ ο μπαμπάς και η μαμά σε αγαπάνε πολύ! Δεν καταλαβαίνεις γιατί στο λέω, επειδή είσαι μικρούλης. Όμως κάποια στιγμή που θα μεγαλώσεις θα το καταλάβεις».

Ο πατέρας μου είχε ασφαλιστεί και είχε βάλει έμενα δικαιούχο σε περίπτωση που έφευγε από την ζωή. Έτσι, με το τρόπο αυτό θα υπήρχαν τα απαραίτητα χρήματα για να μπορέσουμε να «επιβιώσουμε» ως οικογένεια και να σπουδάσω.

Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με την Interamerican και την Ιδιωτική Ασφάλιση.
Μάλιστα, ακόμα και τώρα που γράφω αυτή την αληθινή ιστορία, δεν ξέρω αν αυτό το περιστατικό όπως και άλλα στην ζωή μου, λειτούργησαν στο υποσυνείδητο μου σιωπηλά και χωρίς να το καταλάβω, ώστε να γίνω Ασφαλιστής.

Και κατ’ επέκταση να αγαπήσω αυτό το επάγγελμα!

Μια δουλειά που κάνω από το 2001 μέχρι και σήμερα!

Διαβάστε περισσότερα άρθρα του Weekly Post

See this gallery in the original post

To παραπάνω άρθρο, ήταν μια πραγματική ιστορία και αφορούσε εμένα προσωπικά.

Μια από τις πολλές ιστορίες που έχω και σχετίζονται με την Ιδιωτική Ασφάλιση. Ιστορίες που μοιράζομαι μαζί σας μέσα από το Weekly Post.

To Weekly Post, αποτελεί τον χώρο που μοιράζομαι μαζί σας, οτιδήποτε μου κάνει εντύπωση, είναι ενδιαφέρον και έχει να μας προσφέρει λίγη γνώση.

Θέματα που δεν προέρχονται πάντα από την Ιδιωτική Ασφάλεια. Αλλά γενικά από οπουδήποτε.


Για περισσότερα μπορείτε να με ακολουθήσετε σε Facebook, Instagram, Likendin ώστε να ενημερώνεστε για όλα τα νέα άρθρα που δημοσιεύονται κάθε εβδομάδα.